Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ στρατηγός

См. также в других словарях:

  • στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • Στρατηγός, Ξενοφώντας — Στρατιωτικός και πολιτικός (1869 1927). Σπούδασε στην πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 13 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο, του οποίου αργότερα έγινε υπαρχηγός. Αποστρατεύτηκε το 1917 αλλά μετά την παλιννόστηση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Τσανγκ Κάι-σεκ — (Νονγκ πο 1887 – Ταϊπέχ 1975). Κινέζος στρατηγός και πολιτικός. Από οικογένεια γεωργών και εμπόρων, το 1907 στάλθηκε να συμπληρώσει τις σπουδές του στο Τόκιο, όπου γνωρίστηκε με εξόριστους Κινέζους, οπαδούς του ριζοσπάστη ηγέτη Σουν Γιατ σεν. Το… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Κουρκούας — Επώνυμο στρατιωτικής οικογένειας του Βυζαντίου, γεωργιανής καταγωγής, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της αυτοκρατορίας για τέσσερις αιώνες. 1. Θεόφιλος (10ος αι.). Στρατηγός. Ήταν αδελφός του Ιωάννη (βλ. 3.) και παππούς του… …   Dictionary of Greek

  • Τορνίκιος — Όνομα Βυζαντινής οικογένειας, που ήκμασε από τον 10o έως τον 14o αι. Γενάρχης της οικογένειας υπήρξε ο άρχοντας Αρμίνιος, ο οποίος εγκαταστάθηκε διά της βίας στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ρωμανό A’ και έμεινε εκεί έως τον θάνατό του.… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»